Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Συγχωνεύσεις και αναβάθμιση ΤΕΙ: Εξορθολογισμός ή απάτη;

Το τελευταίο χρονικό διάστημα βρίσκεται στην επικαιρότητα το θέμα των συγχωνεύσεων Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, αλλά και της αναβάθμισης των ΤΕΙ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με εξαγγελίες στελεχών της κυβέρνησης και του Υπουργείου Παιδείας, γίνεται συζήτηση για συγχωνεύσεις τόσο Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων μεταξύ τους – όπως αυτή των ΤΕΙ Αθήνας και ΤΕΙ Πειραιά για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής –, όσο και ΤΕΙ με Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα – όπως του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων με το ΑΕΙ Ιονίου Πελάγους για τη δημιουργία του Πανεπιστημίου Ιονίων Νήσων –. Αυτές οι εξαγγελίες, βέβαια, δε αποτελούν κεραυνό εν αιθρία, αλλά έχουν τις βάσεις τους σε μια γενικότερη κατεύθυνση απομείωσης των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ανά την Ελλάδα, γύρω από ένα πλαίσιο συγχωνεύσεων όπως αυτό  τίθεται και στο τελευταίο νόμο αναφορικά με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Από την πλευρά μας, ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, κρίνοντας τις παραπάνω κατευθύνσεις και κινήσεις από το υπουργείο, διακρίνουμε το ζήτημα των συγχωνεύσεων από αυτό της «ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ. Η δυνατότητα που δίνει το νομικό και θεσμικό πλαίσιο των συγχωνεύσεων για έναν εξορθολογισμό του χάρτη της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περιπλέκεται και να αναλύεται παράλληλα με μία δήθεν αναβάθμιση των ΤΕΙ, αλλά να αποκτά τη δική του αξία.
Ποια είναι, όμως, η αξία μιας συγχώνευσης;
Είναι γεγονός, πως ανά την ελληνική επικράτεια υπάρχει πλήθος τμημάτων ή σχολών, τόσο σε επίπεδο ΑΕΙ όσο και σε ΤΕΙ, τα οποία υπολειτουργούν. Μερικά από τα αίτια της κατάστασης αυτής είναι η υποχρηματοδότηση σε συνδυασμό με την έλλειψη υποδομών κατάλληλων για την εκπλήρωση του εκπαιδευτικού και ερευνητικού έργου που καλούνται να φέρουν εις πέρας, αλλά και η περιορισμένη επαγγελματική αποκατάσταση που προσφέρει ο τίτλος σπουδών. Στην πραγματικότητα, μια συγχώνευση τμημάτων ή και σχολών που υπολειτουργούν, θα μπορούσε να αποτελέσει λύση στα προβλήματά τους, καθότι καθίσταται δυνατή η δημιουργία ισχυρών σχολών, που θα δίνουν στους αποφοίτους πτυχία με αντίκρισμα στην αγορά εργασίας, που θα μπορούν να εκτελέσουν επαρκώς το εκπαιδευτικό τους έργο καθώς και που θα έχουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να αναπτύξουν την ερευνητική τους δραστηριότητα. Οι συγχωνεύσεις αυτές όμως, δε θα πρέπει να γίνονται άκριτα, αλλά στα πλαίσια ενός καθολικού σχεδιασμού, ο οποίος θα έχει ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες πάνω στον οποίο, ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, θεωρούμε πως θα πρέπει να στηρίζεται η λειτουργία της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, είναι η λειτουργία ενός αξιόπιστου μηχανισμού αξιολόγησης. Σε αυτό το πλαίσιο, όταν γίνεται λόγος για ένα τόσο λεπτό ζήτημα, όπως οι συγχωνεύσεις, ο συγκεκριμένος μηχανισμός θα πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο, ενώ η όποια συγχώνευση θα πρέπει να προκύπτει ύστερα από σχετικό πόρισμα του αξιολογητικού αυτού μηχανισμού. Η συγχώνευση τμημάτων και σχολών θα πρέπει να έχει ως γνώμονα καθαρά ακαδημαϊκά κριτήρια, τα οποία θα αποσκοπούν στην ενίσχυση της εκπαιδευτικής τους αποστολής. Επιπλέον, από τη στιγμή που δεχόμαστε τον ενιαίο χαρακτήρα του πτυχίου που εξασφαλίζει επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους ως κάτι αδιαπραγμάτευτο, είναι θεμιτή η συγχώνευση τμημάτων με κοινό γνωστικό αντικείμενο, ώστε να αποφευχθούν – σε αντίθετη περίπτωση – φαινόμενα κατάργησης γνωστικών αντικειμένων μέσα από αυτή τη διαδικασία. Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει η συγχώνευση τμημάτων να εξυπηρετεί την όποια διάθεση μπορεί να υπάρχει από πλευράς κυβερνήσεων ή Υπουργείου Παιδείας για περαιτέρω περιστολή της χρηματοδότησης στα Ιδρύματα ή ακόμα και για περικοπές σε διοικητικό προσωπικό ή μέλη ΔΕΠ.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές πως θα πρέπει να θεσπιστούν συγκεκριμένα κριτήρια, στα οποία θα στηρίζεται η οποιαδήποτε συζήτηση για συγχωνεύσεις. Ενδεικτικά, παρουσιάζονται ορισμένα κριτήρια τα οποία θεωρούμε από την πλευρά μας πως θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο καθολικός αξιολογητικός μηχανισμός:
  • Η επάρκεια σε υλικοτεχνικές υποδομές και κτιριακές εγκαταστάσεις σε κάθε τμήμα ή σχολή.
  • Η επάρκεια κάθε τμήματος/σχολής σε μέλη ΔΕΠ και βοηθητικό προσωπικό για την κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών.
  • Ο αριθμός των αποφοίτων ως προς τον αριθμό εισακτέων.
  • Το πλήθος των δημοσιεύσεων σε επιστημονικά περιοδικά ανά τομέα.
  • Ο βαθμός στον οποίο προσελκύονται ερευνητικά προγράμματα.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μία συγχώνευση θα πρέπει να γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον του φοιτητή. Όμως μία τέτοια διαδικασία φέρνει ραγδαίες μεταβολές, σε πρώτη φάση, στους υπάρχοντες φοιτητές των τμημάτων που υπόκεινται σε συγχώνευση. Εύλογη είναι, λοιπόν, η θέσπιση μίας μεταβατικής περιόδου με ευκρινή και προσεκτικό σχεδιασμό, κατά τη διάρκεια της οποίας η προσαρμογή στα νέα δεδομένα θα είναι σταδιακή και ομαλή τόσο για τα μέλη ΔΕΠ, όσο και για τους φοιτητές. Στα πλαίσια της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας, την οποία πρεσβεύουμε, δε θα πρέπει κανένας φοιτητής να επιβαρυνθεί οικονομικά από τη διαδικασία μεταφοράς και προσαρμογής του στο νέο περιβάλλον, εάν αυτή, εν τέλει, χρειαστεί, θεωρώντας αυτονόητη την κάλυψη των φοιτητικών παροχών σε όλους τους δικαιούχους, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού φοιτητών που τελικά θα διαμορφωθεί.
Επιπρόσθετα, θεωρούμε ότι οποιαδήποτε συγχώνευση θα πρέπει να εναρμονίζεται με το κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Είναι γεγονός ότι αν το γνωστικό αντικείμενο μιας σχολής «ταιριάζει» με το περιβάλλον στο οποίο αυτή βρίσκεται, τότε και το εκπαιδευτικό έργο θα είναι αποτελεσματικότερο και η επαγγελματική αποκατάσταση και αφομοίωση των αποφοίτων στην τοπική κοινωνία θα είναι ευκολότερη, ενώ θα καθίσταται δυνατή η εναρμόνιση του ερευνητικού έργου με την τοπική κοινωνία και την κουλτούρα που έχει αποκτήσει σε βάθος χρόνων.
Όπως αναφέρθηκε, παράλληλα με το ζήτημα των συγχωνεύσεων, οι κινήσεις του Υπουργείου Παιδείας μαρτυρούν τις προθέσεις του για  αναβάθμιση των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) και η εξίσωση τους με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, σε μία προσπάθεια μετριοπαθούς διαχείρισης των μνημονιακών επιταγών για απομείωση των Ιδρυμάτων ανά την επικράτεια. 
Ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ διαφωνούμε επί της αρχής με την εν λόγω κατεύθυνση που θέτει το νομοσχέδιο, καθώς αφενός προκύπτει ένα κενό σε επίπεδο αγοράς εργασίας που ικανοποιείται από τους αποφοίτους των ΤΕΙ όλα αυτά τα χρόνια, ενώ παράλληλα δημιουργείται υπερκορεσμός των υποψηφίων που θα διεκδικήσουν τις θέσεις απασχόλησης με επιστημονική κατάρτιση ανάλογη των ΑΕΙ. Η κατάρτιση που παρέχεται μέσω των ΤΕΙ είναι ιδιαίτερης σημασίας, ενώ οι απόφοιτοί τους προσφέρουν έργο και λύσεις σε τεχνικό και τεχνολογικό επίπεδο χάρη στις γνώσεις που διαθέτουν. Καλούνται, λοιπόν, να αποτελέσουν το συνδετικό κρίκο μεταξύ της επιστημονικής θεωρίας και της πρακτικής εφαρμογής αυτής. Είναι γεγονός πως το γενικότερο πλαίσιο των περικοπών και υποχρηματοδότησης στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας σε συνδυασμό με μια απαξιωμένη αντίληψη ως προς το έργο των ΤΕΙ που δυστυχώς συντηρείται μέχρι και σήμερα σε επίπεδο κοινωνίας, έχουν υποβαθμίσει σημαντικά τον ρόλο τους. Ωστόσο, μια μόνο απλή αναβάθμιση των ΤΕΙ σε ΑΕΙ δε θα οδηγήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη τους και τον εξορθολογισμό της λειτουργίας τους. Αντίθετα, κάτι τέτοιο θα επιτευχθεί με τη βελτίωση των ήδη υπαρχουσών υποδομών, την αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών των σχολών αυτών, αλλά και με την καλύτερη προετοιμασία των υποψηφίων που εισάγονται στα ΤΕΙ μέσω των Γενικών Λυκείων και ιδιαίτερα των ΕΠΑΛ. Κατ’ επέκταση, προκύπτουν επιπλέον προβληματισμοί αναφορικά με το νέο ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν τα ΕΠΑΛ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και αυτό διότι δεν αναφέρεται πουθενά στο νομοσχέδιο ή στις μεθοδεύσεις του Υπουργείου, πού θα καταλήγει ο κύριος όγκος αποφοίτων των ΕΠΑΛ που μέχρι τώρα απορροφούνταν από τα ΤΕΙ. Εν κατακλείδι, η εν λόγω πρωτοβουλία για αναβάθμιση των ελληνικών ΤΕΙ δε μοιάζει τίποτα περισσότερο από ένα επικοινωνιακό τέχνασμα για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για την δημιουργία εντυπώσεων σε συνδυασμό με την τυφλή ικανοποίηση μνημονιακών επιταγών για μείωση των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ανά την επικράτεια.
Συνοψίζοντας, κρίνουμε ότι η όποια συγχώνευση λάβει χώρα, θα πρέπει να βασίζεται σε σαφώς ορισμένα κριτήρια, κινούμενη ουσιαστικά γύρω από τον άξονα της ακαδημαϊκότητας, αφήνοντας στην άκρη οικονομικούς παράγοντες και τυχόν μικροπολιτικά συμφέροντα και καιροσκοπισμούς. Ταυτόχρονα, η όποια αναβάθμιση των ΤΕΙ δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται στην αναγωγή τους σε ΑΕΙ, αλλά στην πραγματική βελτίωση τους, είτε αφορά τον εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών, του γνωστικού αντικειμένου και των ίδιων των πτυχίων, είτε την ουσιαστική αναμόρφωση των υποδομών τους, αξιοποιώντας παράλληλα το παραπάνω πλαίσιο συγχωνεύσεων, όπου κρίνεται απαραίτητο.
 Οι αλλαγές στην παιδεία είναι ανάγκη να στηρίζονται σε ακαδημαϊκά κριτήρια για την παραγωγή αποφοίτων καταρτισμένων και έτοιμων να βγουν στην αγορά εργασίας, λειτουργώντας προς όφελος αυτών αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί όταν η παιδεία ακμάζει, μαζί της ακμάζουν και η κοινωνία και η οικονομία προς όφελος όλων των πολιτών.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ


Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Εν αναμονή του Φοιτητικού Στεγαστικού Επιδόματος...

Αντιλαμβανόμενοι την δυσμενή οικονομική κατάσταση πολλών οικογενειών και με γνώμονα την απρόσκοπτη φοίτηση όλων των φοιτητών, οι οικογένειες των οποίων καλούνται να καλύψουν ένα σημαντικό ύψος οικονομικών υποχρεώσεων, αιτηθήκαμε ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, μαζί με πολλές οργανώσεις της ΠΑΣΠ ανά την Ελλάδα, την επανεκκίνηση της διαδικασίας κατάθεσης δικαιολογητικών και τελικά την λήψη του Φοιτητικού Στεγαστικού Επιδόματος, για όλους τους δικαιούχους φοιτητές, η οποία είχε παγώσει για γραφειοκρατικούς λόγους. Πράγματι, μετά από μικρό χρονικό διάστημα, το αίτημα μας εισακούσθηκε, και η απόφαση με την οποία καθορίζεται η διαδικασία και τα δικαιολογητικά για τη χορήγηση του στεγαστικού επιδόματος στους φοιτητές των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης, παρουσιάστηκε στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» στις 31 Αυγούστου 2017 και αναλυτικά μπορεί κανείς να τη διαβάσει εδώ.

Ωστόσο, έως και σήμερα, το ηλεκτρονικό σύστημα κατάθεσης δικαιολογητικών δεν έχει τεθεί σε λειτουργία, και παραμένει άγνωστο το πότε θα εκκινήσει η διαδικασία στην πράξη. Οι πληροφορίες σε επίπεδο Ιδρύματος, από πλευράς του τμήματος Φοιτητικής Μέριμνας του Πολυτεχνείου, μαρτυρούν την συνεχιζόμενη αυτή καθυστέρηση. Και ενώ υφίσταται η εν λόγω αναμονή, παρουσιάσθηκαν φημολογίες πως το συγκεκριμένο επίδομα, μαζί με άλλα προνοιακά, αναπηρικά και οικογενειακά επιδόματα, κινδυνεύουν με περικοπή υπό την έννοια της μείωσης του εισοδηματικού ορίου.

Επειδή, λοιπόν, ο αγώνας μας δε σταματάει στη δημοσιοποίηση του παραπάνω ΦΕΚ, αλλά συνεχίζει προκειμένου να λάβουν το φοιτητικό επίδομα όλοι οι φοιτητές – δικαιούχοι, για το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017, κάνουμε σαφές πως θα σταθούμε απέναντι στην όποια περικοπή του Φοιτητικού Στεγαστικού Επιδόματος, την ώρα μάλιστα όπου τα οικονομικά βάρη των φοιτητών και των οικογενειών τους αυξάνονται και πληθαίνουν. Αντίθετα, απαιτούμε την άμεση εκκίνηση της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικαιολογητικών προκειμένου να δρομολογηθεί η λήψη του όσο το δυνατόν γρηγορότερα προκειμένου να διευκολυνθούν όλοι οι δικαιούχοι.


Θεωρούμε αδιανόητο να συνεχίζεται η ισοπέδωση των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων δια της περικοπής περεταίρω επιδομάτων, πολιτική που αφαρμόζει κατά κόρον η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, αυτή της εξίσωσης προς τα κάτω. Πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτό πως ο δρόμος για την οικονομική ανάκαμψη περνά μέσα από την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που θα εξυγιάνουν τον δημόσιο τομέα και θα καλύψουν τα τεράστια δημοσιονομικά κενά.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

Ένα Πανεπιστήμιο δέσμιο ενός φτωχού νομοθετικού πλαισίου…

Αποτελεί κοινό τόπο για μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας, όπως άλλωστε αποτυπώνεται στην κοινή γνώμη, ο τυχοδιωκτισμός και η μερική ανικανότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σε όλη την έκταση της πολιτικής της. Η φτωχή νομοθετική πρωτοβουλία της περιορίζεται στις υποδείξεις των μνημονιακών δεσμεύσεων και στην εξυπηρέτηση και ικανοποίηση του εσωτερικού ακροατηρίου της. Από αυτό το φτωχό κλοιό νομοθετημάτων και μεταρρυθμίσεων, δυστυχώς, δεν εξαιρέθηκε η Παιδεία και πιο συγκεκριμένα, η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ως η μόνη διέξοδος για την αποτύπωση του δήθεν αριστερού ιδεολογικού υποβάθρου της παρούσας Κυβέρνησης. Μόλις σήμερα, Τρίτη 1/8, το νέο νομοθέτημα του Υπουργείου Παιδείας συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής και αναμένεται να εγκριθεί από το σώμα της, με την κυβερνητική οριακή πλειοψηφία να το υπερψηφίζει.

Στο πρόσφατο παρελθόν, και ενώ βρισκόταν εν εξελίξει η διαμόρφωση του νομοθετήματος, συντάξαμε, δημοσιοποιήσαμε και καταθέσαμε, ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, μία συνολική κριτική με επιμέρους προτάσεις, στο πλαίσιο της διαχρονικής παρέμβασης μας για την αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό των Πανεπιστημίων της χώρας. Η κριτική αυτή είχε στόχο την βελτίωση του νομοθετήματος, όσο αυτό μπορούσε να καταστεί δυνατό στο πολύ φτωχό πλαίσιο που εισήχθη αρχικώς, αλλά και να αποτελέσει την απαρχή για διεκδικήσεις στο άμεσο μέλλον.

Δυστυχώς, οι αλλαγές που υπέστη το Σχέδιο Νόμου που δημοσιοποιήθηκε για τις ανάγκες της δημόσιας διαβούλευσης – όπου και τότε εκφράσαμε έντονους προβληματισμούς για την ουσία και το χρονικό διάστημα που τη συνόδευε – ήταν ελάχιστες και αφορούσαν ηχηρά νομικά σφάλματα, γεγονός που αν μη τι άλλο ήταν αναμενόμενο. Από την πλευράς μας, καταδικάζουμε την απαξίωση του διαλόγου που δήθεν επιχειρήθηκε από πλευράς της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας, ενώ παράλληλα εκφράζουμε τις ηχηρές διαφωνίες μας με το προς ψήφιση Νομοσχέδιο.

Πιο συγκεκριμένα (αναφέρουμε ενδεικτικά)….

  • Θεωρούμε αδιανόητο να εκλέγονται ξεχωριστά ο Πρύτανης από τους Αντιπρυτάνεις, καθώς θα υπάρχει πλήρης ασυνεννοησία σε επίπεδο διοίκησης ενός Ιδρύματος.
  • Διαφωνούμε με την λανθασμένη κατεύθυνση της ανάδειξης της Συγκλήτου σε υπερόργανο δια της απουσίας ενός επιπλέον οργάνου που θα αναλάμβανε διοικητικές και οικονομικές αρμοδιότητες, καθώς ενισχύει φαινόμενα αδιαφάνειας, διαπλοκής και διαφθοράς.
  • Κρίνουμε απαράδεκτη την παράλειψη, για ακόμα μία φορά, ενός ολοκληρωμένου σχεδίου αξιολόγησης που θα ενισχύσει ουσιαστικά την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και δεν θα είναι απλά διακοσμητικό.
  • Αν και θετική προσθήκη η επιστροφή των φοιτητών στη συνδιοίκηση, διαφωνούμε με την αυξημένη δικαιοδοσία σε ζητήματα οικονομικής και διοικητικής φύσεως και την κρίνουμε υπερβολική.
  • Στεκόμαστε απέναντι σε έννοιες τελών φοίτησης στα μέχρι πρότινος Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης, τα οποία μετονομάστηκαν (για λόγους επικοινωνιακούς;) σε Κέντρα Εκπαίδευσης και Δια Βίου Μάθησης, ιδιαίτερα σε όσους σχετίζονται με το εκάστοτε αντικείμενο, όπως και σε έννοιες τελών φοίτησης στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών.
  • Δεν ενισχύεται επ ουδενί η διασύνδεση του Πανεπιστημίου και των αποφοίτων του με την αγορά εργασίας, γεγονός για το οποίο υπάρχει αυξημένη ανάγκη.
  • Διαφωνούμε με το γεγονός πως δεν εισάγεται κανένα νομικό πλαίσιο για την περαιτέρω οικονομική εκμετάλλευση του ερευνητικού έργου ενώ παράλληλα δεν διαμορφώνεται ένα πλαίσιο οικονομικής ελευθερίας που θα επέτρεπε στα Ιδρύματα να ανασάνουν οικονομικά.
  • Θεωρούμε αδιανόητο να υπάρχει η δυνατότητα σε επιτροπή που διαμορφώνεται από τον ίδιο τον Υπουργό Παιδείας να μπορεί να καταργεί Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών κατά βούληση, επεμβαίνοντας στο αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου.
Το νομοθέτημα, λοιπόν, της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αλλά τα διογκώνει σε μεγάλο βαθμό. Συνεπώς, με όπλα τις θέσεις και τις προτάσεις μας, βάσει της διαχρονικής παρέμβασης μας σε ζητήματα Παιδείας, και με όραμα μας ένα αξιοκρατικό και δίκαιο σύστημα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, θέτουμε προτεραιότητα μας την επικοινωνία των προβληματισμών, των απόψεων και των θέσεων μας για τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση σε επίπεδο Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, με σκοπό την από κοινού θέσπιση προταγμάτων και συνδιαμόρφωση διεκδικήσεων για το άμεσο μέλλον. Στην προσπάθεια, αυτή, συνεννόησης και από κοινού δράσης, πρώτος αποδέκτης είναι φυσικά το σύνολο των οργανώσεων της ΠΑΣΠ ΑΕΙ και ΤΕΙ, καθώς ο χώρος μας εντός των Ιδρυμάτων είναι εκείνος που καλείται να δώσει τις απαντήσεις στις παθογένειες των Πανεπιστημίων, απέναντι σε όσους φοβούνται και σαμποτάρουν την αλλαγή και σε όσους υπονομεύουν το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της Παιδείας.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ


Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Σχολιασμός, επισημάνσεις και προτάσεις επί του Σχεδίου Νόμου για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Είναι κοινή παραδοχή πως το σύστημα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης της χώρας μας βιώνει μία κρίση χωρίς προηγούμενο, καθώς βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στις παθογένειες του. Λίγες είναι οι φωτεινές εξαιρέσεις, είτε Πανεπιστημίων, είτε Τ.Ε.Ι., που καταφέρνουν να κρατούν την ελληνική Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε υψηλό επίπεδο, παρά τις δυσκολίες, λαμβάνοντας μία σειρά από διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο, ενώ τα υπόλοιπα Ιδρύματα και οι διοικήσεις αυτών παλεύουν για την επιβίωση τους. Η πηγή όλων των προβλημάτων θεωρείται από πολλούς η τεράστια μείωση της χρηματοδότησης προς τα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι. Ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς πως η ελληνική εκπαίδευση αποτελεί, προφανώς, κομμάτι του κοινωνικού κράτους και λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της Δημόσιας και της Δωρεάν Παιδείας, στο πλαίσιο της ανταποδοτικής φορολόγησης των πολιτών, εξάγει το συμπέρασμα πως χωρίς επαρκή χρηματοδότηση παραλύει, σιγά σιγά, το σύστημα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Πράγματι, ως υπέρμαχοι της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας, δεν πάψαμε στιγμή να υπερασπιζόμαστε, στα πλαίσια της λογικής, του διαλόγου και της κινηματικής μας δράσης, τον χαρακτήρα των Πανεπιστημίων και μία αξιοπρεπή χρηματοδότηση για την κάλυψη των αναγκών τους. Και όχι επειδή απλά μας το υποδεικνύει η ιστορική συνέχεια της παράταξης μας, αλλά γιατί είναι βαθιά ριζομένες στη βάση της ΠΑΣΠ και της ΠΑΣΠ ΕΜΠ πιο συγκεκριμένα, οι αξίες για ισότητα και αξιοκρατία στο χώρο της Παιδείας ευρύτερα. Επειδή, λοιπόν, η Δημόσια και Δωρεάν Παιδία προσπαθεί ακριβώς αυτό, να δώσει, δηλαδή, όσο περισσότερο γίνεται ίσες ευκαιρίες προς ολόκληρη την κοινωνία αναφορικά με την εκπαίδευση, και όχι να τις περιορίζει σε όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να την πληρώσουν, αξίζει η υπεράσπιση της απέναντι σε όσους προσδωκούν να την ισοπεδώσουν και να την αντικαταστήσουν, ορμώμενοι από την ιδεολογική τους παράδοση και από τις παθογένειες που αυτή παρουσιάζει.
Ο θεσμός – δώρο της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας που μας συνοδεύει και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, όμως, προφανώς και νοσεί. Νοσεί επειδή απέτυχε να συμβαδίσει με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και επειδή η ίδια η κοινωνία οπισθοδρομεί τα τελευταία χρόνια, δυσκολεύοντας ιδιαίτερα την σχετική προσαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος. Η ασθένεια του, ωστόσο, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική ασφυξία, η οποία είναι λογική συνέχεια της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της χώρας. Οφείλεται και στην απουσία ενός ισχυρού νομικού και θεσμικού πλαισίου που θα εκσυχρονίσει τα Πανεπιστήμια, και που η απουσία του οποίου αποκάλυψε την γύμνια των Ιδρυμάτων δια της απουσίας επαρκούς χρηματοδότησης. Η ευθύνη, προφανώς, δεν είναι μετέωρη, αλλά βαραίνει όσους έχουν αναλάβει θεσμικούς ρόλους σε επίπεδο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Παιδείας συνολικά, καθώς ποτέ δεν υιοθετήθηκε πλήρως ένα τέτοιο καινοτόμο νομικό και θεσμικό πλαίσιο. Βαραίνει, όμως, και όλους εκείνους που επικαλούμενοι την πολιτική τους ταυτότητα και ιστορία και προσκρούοντας σε στεγανά του παραλθόντος, εναντιώνονται σε οτιδήποτε νέο και καινοτόμο, σε ένα ρόλο αναχώματος και επιβραδυντικού μηχανισμού.

Επειδή, λοιπόν, ο χρόνος μετράει αντίστροφα και τα Ιδρύματα ασφυκτιούν, ενώ παράλληλα παραμονεύουν όσοι θέλουν να επιβάλλουν λογικές περιορισμού της Δημόσιας και Δωρεάν Παιδείας, είναι τεράστια η ανάγκη ηχηρών παρμβάσεων στην Παιδεία!

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν, λοιπόν, οι παθογένειες των Πανεπιστημίων, επιβάλλεται η ταυτόχρονη διευθέτηση δύο πολύ βασικών ζητημάτων:
ü  Καταρχάς, η αύξηση της χρηματοδότησης για την Παιδεία σε επίπεδα βιώσιμα για την κάλυψη των βασικών αναγκών της, στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους. Δεν αποτελεί, άλλωστε, ορθολογική βάση η είσπραξη μέρους της φορολόγησης των πολιτών για την τροφοδότηση της Παιδείας, την ώρα που τα Ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ή ακόμα και τα σχολία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, παραλύουν.
ü  Κατά δεύτερον, ο εκσυγχρονισμός του νομικού και θεσμικού πλαισίου της Ανώτατης Εκπαίδευσης προκειμένου να παρέχει τα μέσα στα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι. ώστε να επιβιώσουν αρχικώς, και εν συνεχεία να αναπτυχθούν, καθιστώντας τα ευπροσάρμοστα στις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες.
Δυστυχώς, ο Νόμος 4009/2011, αν και καινοτόμος στο σύνολο του, εμφάνιζε πλήθος μελανών σημείων που απειλούσαν το Πανεπιστήμιο, ενώ παράλληλα απέτυχε στην εφαρμογή του, καθώς δεν έγινε αποδεκτός από την κοινωνική αντίδραση της εποχής, η οποία επεκτάθηκε και στο σύνολο της ακαδημαϊκής κοινότητας. Έξι χρόνια μετά, και ενώ μεσολάβησαν επιμέρους μικρές ή και μεγάλες αλλαγές επί της δομής της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μετά από την απομάκρυνση δύο Υπουργών Παιδείας, αποκαλύπτει το «ριζοσπαστικό» νομοσχέδιο που προετοίμαζε εδώ και δύο χρόνια. Δύο χρόνια όπου η κοπτοραπτική και οι πολλά υποσχόμενες δηλώσεις αποτέλεσαν τη βασική πολιτική κατεύθυνση της Κυβέρνησης σε ζητήματα Παιδείας. Η αναμονή, ωστόσο, έληξε...

Μία πρώτη ανάλυση του Νομοσχεδίου μας κάνει να αναρωτηθούμε αν πράγματι άξιζε αυτή η αναμονή. Δυστυχώς, όμως, η νομοθετική πρωτοβουλία που αποτυπώθηκε στο Σχέδιο Νόμου «Ρυθμίσεις για την ανώτατη εκπαίδευση, την έρευνα και άλλες διατάξεις» αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων και των αναγκών της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καθώς λίγα σημεία του Νόμου αποτιμώνται θετικά, ενώ απουσιάζουν θεμελιώδεις αναφορές, με αποτέλεσμα τα βασικά προβλήματα του Πανεπιστημίου να παραμένουν.

Ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, ωστόσο, ως φοιτητές πολιτικά ενεργοί που ενδιαφέρονται και αγωνιούν για το μέλλον της ελληνικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, προσπαθήσαμε να αποτιμησουμε συνολικά το Σχέδιο Νόμου, τόσο επισημαίνοντας λάθη και μελανά σημεία, όσο και προτείνοντας βάσει των θέσεων που έχουμε εκφράσει στο παρελθόν. Πρωτίστως, όμως, και προτού βαθύνουμε περισσότερο την ανάλυση μας, κρίνουμε απαράδεκτη τη χρονική διάρκεια των δύο εβδομάδων διαβούλευσης, καθώς αποτελεί ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα για ένα Νομοσχέδιο που αφορά ένα τόσο ευαίσθητο τομέα όπως αυτός της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Παράλληλα, θεωρούμε πως ένα τέτοιο Νομοσχέδιο θα πρέπει να είναι προϊόν πολλαπλών πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή από την κοινωνία και να διαμορφώνει το κοινώς αποδεκτό τοπίο της Εκπαίδευσης που δεν θα αλλάζει ανάλογα με τις κοπτοραπτικές διαθέσεις επόμενων Κυβερνήσεων. Ωστόσο, σε μία πρώτη ανάγνωση, γίνται φανερή η εναντίωση του νομοθέτη έναντι πρόσφατων προηγούμενων νομοθετημάτων και προσπαθειών που ήταν αποδεκτά από τον πολιτικό κόσμο, δημουργώντας ένα πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης στο χώρο της Παιδείας, ενώ θα έπρεπε να είναι χώρος συναίνεσης.
Πιο αναλυτικά, παρατηρούνται αστοχίες και ελλείψεις:
·         Απουσιάζει για ακόμη μία φορά ένα ολοκληρωμένο σύστημα Αξιολόγησης.
·         Δεν ενισχύεται επουδενί η διασύνδεση του Πανεπιστημίου και των αποφοίτων του με την αγορά εργασίας.
·         Δεν αντιμετωπίζονται οι παθογένειες στη διοίκηση των Ιδρυμάτων καθώς η Σύγκλητος λαμβάνει ξανά ρόλο υπεροργάνου, ενισχύοντας φαινόμενα διαπλοκής και αδιαφάνειας.
·         Δεν εισάγεται κανένα νομικό πλαίσιο για την περαιτέρω οικονομική εκμετάλλευση του ερευνητικού έργου – Καμία εισαγωγή διατάξεων πνευματικών δικαιωμάτων ευρεσιτεχνιών που θα καρπώνονται τα Ιδρύματα.
·         Εισάγονται τα Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας που αν και επρόκειτο για όργανο με έντονα χαρακτηριστικά ακαδημαϊκότητας και στρατηγικής ανάπτυξης των Ιδρυμάτων παράλληλα με τις αντίστοιχες περιφέρειες, εκφράζουμε τους προβληματισμούς μας σε σχέση με την αποτελεσματικότητα τους, καθώς δεν τους εκχωρείται κάποια ουσιαστική ευθύνη.
·         Κρίνεται πλήρως ανούσια η δυνατότητα που εισάγεται για οργάνωση στα Α.Ε.Ι. διετών προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης για αποφοίτους ΕΠΑ.Λ., καθώς δεν συμβαδίζουν με την αποστολή τους για παροχή ποιοτικής και ολοκληρωμένης εκπαίδευσης στους φοιτητές τους.
·         Δεν εισάγονται σαφή αξιολογητικά κριτήρια που θα καθορίζουν την ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία, κατάργηση και μεταβολή έδρας Α.Ε.Ι., ενώ προκύπτει ένας προβληματισμός ως προς το βαθμό που πλήττεται το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου με όσα προβλέπονται. Θεωρούμε πως μια τελική απόφαση του εκάστοτε Υπουργού είναι απραίτητο να στηρίζεται σε τεκμηριωμένες μελέτες, να βασίζεται στα εν λόγω αξιολογητικά κριτήρια και να λαμβάνεται υπόψιν η εισήγηση του εκάστοτε Ιδρύματος ή Σχολής.
·         Η ύπαρξη δύο διαφορετικών ψηφοδελτίων για την εκλογή Πρύτανη και Αντιπρυτάνεων αντίστοιχα ενέχει σαφώς τον κίνδυνο τελικά να μη διοικείται το Ίδρυμα. Θεωρούμε πως θα πρέπει να υπάρχει εκλογικός συνδυασμός Πρύτανη – Αντιπρυτάνεων που θα υποστηρίζουν κοινό πρόγραμμα για το Ίδρυμα, ώστε να το εφαρμόσουν με την εκλογή και ανάληψη των καθηκόντων τους.
·         Από την διαδικασία των Πρυτανικών εκλογών λείπουν οι φοιτητές, που αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα των Α.Ε.Ι. και θα πρέπει να έχουν δικαίωμα ψήφου στη συγκεκριμένη διαδικασία. Πρέπει να δοθεί η δυνατότητα συμμετοχής των φοιτητών, με μία ποσόστωση, στις εκλογές για τη διοίκηση του Ιδρύματος, ώστε να επιλέξουν σύμφωνα με την κρίση τους και το πρόγραμμα κάθε εκλογικού συνδυασμού. Θεωρούμε λάθος να μη τους δίνεται η δυνατότητα αυτή, καθώς χάνεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας της και στερείται, σε όσους επιθυμούν, το δικαίωμα να εκλέξουν το μονοπρόσωπο όργανο που θα εκπροσωπεί το σύνολο του εκάστοτε Ιδρύματος.
·         Υπάρχει αυξημένη δικαιοδοσία και παραπάνω εκλόγιμες θέσεις στους φοιτητές από όσες μπορούν γνωστικά να υποστηρίξουν. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούμε πως η συμμετοχή εκπροσώπου των φοιτητών στη Γενική Συνέλευση Τομέα με δικαίωμα ψήφου είναι υπερβολική και, τελικώς, λανθασμένη. Θα αρκούσε απλά να δύναται να μεταφέρει ορισμένες απόψεις και αποφάσεις του συλλόγου φοιτητών. Επιπλέον, όπως περιγράφονται οι αρμοδιότητες του Πρυτανικού Συμβουλίου στην θεωρούμε πως το δικαίωμα ψήφου τόσο των φοιτητών όσο και των διοικητικών υπαλλήλων είναι περιττό. Ωστόσο, κρίνεται ορθή η συμμετοχή τους στο όργανο του Πρυτανικού Συμβουλίου προκειμένου να επιτελούν ένα γνωμοδοτικό και ελεγκτικό ρόλο.
·         Θεωρούμε πως η συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση των Ιδρυμάτων και των Σχολών (την οποία και επικροτούμε) θα πρέπει να περιορίζεται στα θέματα που αυτοί μπορούν να γνωρίζουν και, τελικώς, να συνεισφέρουν. Συνεπώς, το δικαίωμα ψήφου (και όχι η παρουσία και η παρέμβαση) των εκπροσώπων των φοιτητών επί ζητημάτων καθαρά οικονομικού χαρακτήρα ή και ορισμένες φορές διοικητικού χαρακτήρα, είναι περιττό.
·         Δεν αναφέρεται η δυνατότητα δημιουργίας ξενόγλωσσων προτπυχιακών προγραμμάτων σπουδών τα οποία θα μπορούσαν να προσελκύσουν φοιτητές από το εξωτερικό.
·         Εισάγονται και συντηρούνται έννοιες τελών φοίτησης στα μέχρι πρότινος Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης, τα οποία μετονομάστηκαν (για λόγους επικοινωνιακούς;) σε Κέντρα Εκπαίδευσης και Δια Βίου Μάθησης.
·         Εισάγονται και συντηρούνται έννοιες τελών φοίτησης στα Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών.
·         Δεν γίνεται καμία εκτενή αναφορά στο πως δομούνται τα Προγράμματα Προπτυχιακών Σπουδών με όλες τις λεπτομέρειες, προκειμένου να οριστεί σαφώς το πλαίσιο γύρω από το οποίο θα πρέπει να λειτουργούν, αλλά μάλλον αποφεύγεται τεχνιέντως, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα με έντονες διακυμάνσεις της κοινής γνώμης.
Ωστόσο, εξάγουμε και μία θετική αποτίμηση:
ü  Επαναφέρει σε βαθμό επαρκή (ίσως και υερβολικό σε ορισμένα σημεία που αναλύονται παραπάνω) την φοιτητική εκπροσώπηση στην διοίκηση των Ιδρυμάτων και των Σχολών, αίτημα που αποτελεί πάγια διεκδίκηση μας, καθώς ενισχύεται η δημοκρατία και δίνεται η δυνατότητα να ακούγονται διαφορετικές απόψεις, γνώμες και προβληματισμοί.
ü  Εισάγεται η έννοια του «ακαδημαϊκού ασύλου» και ορίζεται ακριβώς τι κατοχυρώνεται με αυτό. Μια ανάγνωση που μπορεί να δοθεί με τη θέσπιση του ακαδημαϊκού ασύλου και η οποία μας εκφράζει, είναι πως τα Α.Ε.Ι της χώρας σε επίπεδο ελευθεριών αποτελούν ένα πρότυπο κοινωνίας, όπου όλες οι απόψεις εκφράζονται. Ταυτόχρονα, η εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία κυλά ομαλά και χαράσσεται από τους αρμόδιους φορείς κάθε Ιδρύματος, σύμφωνα με τον αυτοδιοίκητο χαρακτήρα τους. Το άσυλο – υπό αυτή τη σκοπιά – σχετίζεται με ότι αναφέρεται σε ακαδημαϊκή λειτουργία Ιδρυμάτων και ορθά διατυπώνεται με αυτό τον τρόπο. Παράλληλα, μπορεί να διασφλιστεί πως δεν υφίσταται αποκλεισμός των Πανεπιστημιακών χώρων ακι αποφεύγεται η μετατροπη τους σε νησίδες ανομίας. Με τον τρόπο αυτό δεν καταπατάται το ακαδημαϊκό άσυλο και επομένως προστατεύεται η ακαδημαϊκότητα και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, εξασφαλίζεται η ασφάλεια της κοινότητας και πολεμάται η εγκληματικότητα.
ü  Παραμένει ο θεσμός των ΙΔΒΕ, παρά την μετονομασία τους σε ΚΕΔΙΒΙΜ.
ü  Παραμένει το ρυθμιστικό πλαίσιο για την ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, μετονομασία, κατάργηση και μεταβολή έδρας Α.Ε.Ι., παραμένει, όμως, και τα ερωτηματικά σε σχέση με τα κριτήρια τα οποία εισάγονται.
ü  Διασφαλίζεται επιτέλους η ο ενιαίος και αδάσπαστος τίτλος σπουδών μεταπτυχιακού επιπέδου των πενταετών κύκλων σπουδών.
Η αποτίμηση του εν λόγω Σχεδίου Νόμου, λοιπόν, κρίνεται αρνητική, παρά τα θετικά σημεία που εισάγει. Επειδή, ωστόσο, δεν περιοριζόμαστε ποτέ σε μία στείρα κριτική, αλλά επιθυμούμε να συμβάλουμε και από την πλευρά μας στον εκσυγχρονισμό της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καταθέσαμε και πρωτοκολλήσαμε – υπ’αριθμόν πρωτοκόλλου 99853 – τις θέσεις μας, τις παρατηρήσεις και τις επιμέρους προτάσεις μας, ελπίζοντας σε μία τελική μορφή του Νομοσχεδίου που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας και θα βοηθά τα Ιδρύματα να επιβιώσουν και να ανατπυχθούν.

Παρακάτω αναλύουμε ορισμένες βασικές προτάσεις μας προς εισαγωγή στο Νομοσχέδιο, οι οποίες αναλύονται και στην αναλυτική μας πρόταση για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση:
Διάκριση αρμοδιοτήτων Συγκλήτου
Το ισχύον διοικητικό σύστημα των Ιδρυμάτων έχει αποδείξει αδυναμία στην εξασφάλιση της διαφάνειας στη διαχείριση των οικονομικών τους, αφού μόνο σπάνια δεν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τα φαινόμενα κατάχρησης χρηματικών ποσών που προορίζονται για ερευνητικά προγράμματα, από μέλη ΔΕΠ ή άλλα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Τα φαινόμενα αυτά της κατασπατάλησης και κακοδιαχείρισης των οικονομικών πόρων των Ιδρυμάτων, εκτός από την δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στα οικονομικά τους, αποδεικνύουν και την προβληματική λειτουργία ενός οργάνου, το οποίο συγκέντρωνε και συγκεντρώνει όλες τις αρμοδιότητες της διοίκησης, χωρίς να ελέγχεται και να αξιολογείται από κανέναν.
Για το λόγο αυτό, είναι εξαιρετικής σημασίας η διάκριση των διοικητικών και των ακαδημαϊκών αρμοδιοτήτων που διατηρεί μέχρι σήμερα το όργανο της Συγκλήτου, παρά την ύπαρξη των Συμβουλίων των Ιδρυμάτων ως ένα επιπλέον όργανο από το νόμο 4009/2011 κι έπειτα. Θεωρούμε αναγκαίο τον καταμερισμό, λοιπόν, των αρμοδιοτήτων σε δύο διακριτά, ανεξάρτητα και πιο ευέλικτα όργανα, το Συμβούλιο Διοίκησης και τη Σύγκλητο. Ο διαχωρισμός αυτός θα βοηθήσει στην πάταξη φαινομένων διαπλοκής και αδιαφάνειας, καθώς καταργεί τις επαυξημένες αρμοδιότητες της Συγκλήτου.
Ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Ελέγχου Χρηματοδότησης
Η Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Χρηματοδότησης αποτελεί ένα θεσμό που θα λειτουργεί ως ο συνεκτικός κρίκος μεταξύ κράτους, Υπουργείου Παιδείας και Πανεπιστημίου. Η Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Χρηματοδότησης θα απαρτίζεται αυστηρά από ορκωτούς λογιστές προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιοπιστία της και η εγκυρότητα του λόγου της και θα είναι επιφορτισμένη με δύο βασικά καθήκοντα:
1.       Τον έλεγχο της κρατικής χρηματοδότησης, πώς αυτή αξιοποιείται για την κάλυψη αναγκών και αν γίνεται σωστή διαχείρισή της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στοχεύουμε στην εξάλειψη φαινομένων υπεξαίρεσης χρηματικών ποσών από το Ίδρυμα προς ιδίον όφελος.
2.       Την πρόταση περαιτέρω ενισχυμένης χρηματοδότησης από το κράτος προς συγκεκριμένα Ιδρύματα που πληρούν ορισμένα σταθερά κριτήρια φερεγγυότητας. Παράλληλα, τα Ιδρύματα αυτά θα πρέπει να έχουν την τάση και να δείχνουν αξιόλογα σημάδια ακαδημαϊκής και ερευνητικής προόδου στον τομέα τους, βάσει των αποτελεσμάτων του συστήματος Αξιολόγησης.
Περαιτέρω διασύνδεση της έρευνας με επιχειρηματικούς και κοινωνικούς φορείς – Οικονομικά οφέλη για τα Ιδρύματα – Κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών (πνευματικά δικαιώματα)
Εταιρίες και άλλοι φορείς μπορούν να συμβάλλουν θετικά με τη διενέργεια ή τη συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα καθώς αυτές μπορούν να προσφέρουν τόσο οικονομικά οφέλη προς τα Ιδρύματα όσο και την απαραίτητη σύνδεση των φοιτητών με την αγορά εργασίας. Πιο συγκεκριμένα στο κομμάτι της συμμετοχής μιας τους σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα θα πρέπει να καλύπτουν σε πρώτη φάση το σύνολο των αναγκών του εργαστηρίου το οποίο θα χρησιμοποιηθεί. Επίσης ο υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ο καθηγητής-υπεύθυνος του εργαστηρίου, καθώς η έρευνα δε θα πρέπει να γίνεται εξ’ ολοκλήρου από την τους εκάστοτε φορείς και τους υπαλλήλους τους. Επίσης, στα πλαίσια της σύνδεσης των φοιτητών με την αγορά εργασίας θα πρέπει όλες οι βαθμίδες των φοιτητών να έχουν κάποια εμπλοκή στο ερευνητικό πρόγραμμα ανάλογα με το έργο που ο εκάστοτε καθηγητής κρίνει ότι μπορούν να προσφέρουν. Τέλος, η όποια ερευνητική δραστηριότητα δεν θα πρέπει να παρακωλύει τις υπόλοιπες ακαδημαϊκές δραστηριότητες του εκάστοτε εργαστηρίου, ενώ η αξιοποίηση του αποτελέσματος του προγράμματος αλλά και το οικονομικό όφελος αυτού του αποτελέσματος θα καθορίζεται μέσω μιας προγραμματικής συμφωνίας που θα πρέπει να υπογράφει η κάθε εταιρία με το εκάστοτε Ίδρυμα.
Τέλος, η παραγωγή ευρεσιτεχνιών κατά την ερευνητική διαδικασία θα πρέπει επιτέλους να μπορεί να αξιοποιείται και αυτές να κατοχυρώνονται στο εκάστοτε Ίδρυμα, βάσει ενός νομοθετικού πλαισίου που, αυτή τη στιγμή, δεν υφίσταται.
Ενίσχυση πρακτικής άσκησης – Διασύνδεση με την Αγορά Εργασίας
Πέραν των ερευνητικών προγραμμάτων είναι αναγκαία η προσέλκυση εταιριών στο κομμάτι της πρακτικής άσκησης, η οποία πρέπει να θεσπιστεί έστω και προαιρετική από το τρίτο έτος σπουδών και μετά , με παράλληλη διεύρυνση των προγραμμάτων πρακτικής άσκησης (πέραν του συστήματος Άτλας). Η οικονομική συμβολή των εταιριών θα έδινε άλλη πνοή στο θεσμό της Πρακτικής Άσκησης. Επίσης οι σχολές και τα Ιδρύματα θα πρέπει να είναι υπεύθυνα για τη διεξαγωγή σεμιναρίων με συμμετοχή ανθρώπων του αντίστοιχου επιχειρηματικού τομέα αλλά και με την προσέλκυση εταιριών για την απονομή βραβείων και υποτροφιών προς τους φοιτητές της εκάστοτε σχολής χωρίς ωστόσο να διαμορφώνουν έναν στείρο και αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των φοιτητών.
Καθιέρωση ενός Εθνικού Συστήματος Αξιολόγησης – Ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Αξιολόγησης
Οι τρεις κύριοι άξονες της αξιολόγησης είναι:
1)      Ο συμβουλευτικός χαρακτήρας προς τα Ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η αξιολόγηση δηλαδή, δε θα κατατάσσει τα πανεπιστήμια σε <<καλά>> και <<κακά>>, αλλά θα λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς τη βελτίωσή τους.
2)      Η δυνατότητα που θα δίνεται στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και στους ίδιους τους φοιτητές να αποφασίζουν για τα πανεπιστήμιά τους συμμετέχοντας ενεργά στη διαδικασία αυτή.
3)      Η διασφάλιση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας τόσο ως προς τα κριτήρια όσο και ως προς τις διαδικασίες διεκπεραίωσης της.
Συγκεκριμένα η αξιολόγηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβάνει την :
Ø  Αξιολόγηση υλικοτεχνικής υποδομής
Ø  Αξιολόγηση του προγράμματος σπουδών
Ø  Αξιολόγηση του διδακτικού και ερευνητικού έργου των διδασκόντων
Ø  Έλεγχος της διαχείρισης των πόρων που προέρχονται από το κράτος, καθώς και των λοιπών εσόδων (εκτός κρατικού προϋπολογισμού) των πανεπιστημίων.
Η αξιολόγηση θα πρέπει να διαρθρώνεται σε δύο μέρη, την εσωτερική και την εξωτερική:
Η εσωτερική αξιολόγηση θα πραγματοποιείται εντός των πλαισίων του Ιδρύματος ή του τμήματος με κύριο φορέα τα εσωτερικά όργανα συνδιοίκησης. Η συμμετοχή και ο ρόλος των φοιτητών σε αυτή τη διαδικασία είναι αναγκαίος και θα πρέπει να διασφαλίζεται αφού οι φοιτητές μέσω της καθημερινής δραστηριοποίησης τους στους πανεπιστημιακούς χώρους είναι οι πλέον αρμόδιοι να εντοπίσουν τα μελανά σημεία και να συμβάλουν στην αντιμετώπισή τους. Βεβαίως, για να προκύψουν ορθά συμπεράσματα μέσω της αξιολόγησης οι φοιτητές έχουν το χρέος να λαμβάνουν μέρος στις αντίστοιχες διαδικασίες με ωριμότητα και υπευθυνότητα.
Η δομή της συγκεκριμένης αξιολόγησης θα κινείται σε δύο στάδια :
·         Σε πρώτο στάδιο θα γίνεται αξιολόγηση των δομών με βάση αντικειμενικά κριτήρια ώστε να προσδιορίζονται άρτια οι ανάγκες σε προσωπικό με αποτέλεσμα να λειτουργούν στο βέλτιστο επίπεδο. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση ως προς τις δεξιότητες που θα πρέπει να κατέχει ο εκάστοτε υπάλληλος για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της αντίστοιχης θέσης εργασίας. Σε περίπτωση που παρατηρείται περίσσεια ή έλλειψη ατόμων σε ορισμένες δομές των Ιδρυμάτων, αυτή θα καλύπτεται με τη χρήση ενδοϊδρυματικής ή διαϊδρυματικής κινητικότητας.
·         Σε δεύτερο στάδιο θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση των ίδιων των ατόμων για το κατά πόσο πληρούν τις προϋποθέσεις για την κάλυψη της συγκεκριμένης θέσης καθώς επίσης και για το κατά πόσο προσελήφθησαν με αντικειμενικά κριτήρια.
Σε αυτή τη διαδικασία οι φοιτητές έχουν καταλυτικό ρόλο αφού μπορούν κυρίως μέσω των ερωτηματολογίων να αξιολογήσουν τόσο τη λειτουργία των υπηρεσιών του Ιδρύματός τους όσο και την ποιότητα διδασκαλίας του καθηγητικού προσωπικού.
Η εξωτερική αξιολόγηση θα πρέπει να διενεργείται από ένα σώμα αξιολογητών εκτός του αξιολογούμενου Ιδρύματος. Τα άτομα αυτά θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένα με βάση την ακαδημαϊκή προσφορά τους και είτε θα προσεγγίζουν είτε θα προσεγγίζονται από τον ανεξάρτητο φορέα αξιολόγησης ο οποίος θα έχει υπό την εποπτεία του τη διαδικασία της αξιολόγησης όλων των Ιδρυμάτων. Η λειτουργία της εξωτερικής αξιολόγησης κρίνεται αναγκαία μιας και επιτυγχάνεται ο συγκερασμός των απόψεων μέσω μίας γόνιμης διαδικασίας στην οποία αναδεικνύονται διαφορετικές οπτικές σχετικά με πολλά ζητήματα γεγονός που επιτρέπει τη σφαιρική θεώρηση και μελέτη των προβλημάτων.
Με το πέρας της αξιολόγησης τα αποτελέσματα της εκτιμώνται σε ένα τελικό στάδιο από την Ανεξάρτητη Αρχή Αξιολόγησης με αποτέλεσμα να προκύψει ένα ολοκληρωμένο πόρισμα το οποίο θα παρουσιάζει τις όποιες αδυναμίες των Ιδρυμάτων και θα προτείνει λύσεις με απώτερο σκοπό την αναβάθμιση των πανεπιστημίων και ευρύτερα της Παιδείας. Τα πορίσματά της θα παρουσιάζονται από τον ανεξάρτητο φορέα στη Σύγκλητο και τα Συμβούλια Διοίκησης με συμβουλευτικό χαρακτήρα δίνοντας την κατεύθυνση για τις αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν. Κινούμενοι στα πλαίσια των διαδικασιών διαφάνειας τα πορίσματα αυτά θα πρέπει να είναι προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Η αποτελεσματικότητα της αξιολόγησης έγκειται, πέραν όλων των άλλων, και στην τακτικότητα δεδομένου ότι στον ακαδημαϊκό χώρο των πανεπιστημίων οι συνθήκες είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες.
Διασύνδεση της Ανεξάρτητης Αρχής Αξιολόγησης με την Ανεξάρτητη Αρχή Ελέγχου Χρηματοδότησης
Θεωρούμε πως η διασύνδεση των δύο αυτών Αρχών, όπου η μία θα ανατροφοδοτεί την άλλη με πληροφορίες για τις λειτουργικές ανάγκες των Ιδρυμάτων, για την σωστή ή μη αξιοποίηση των κρατικών κονδυλίων, για την ακαδημαϊκή και ερευνητική πρόοδο που θα αποφέρει ενίσχυση των κονδυλίων, είναι ένα βήμα στην κατεύθυνση του υγιούς ανταγωνισμού που χρειάζονται τα Ιδρύματα προκειμένου να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της απαξίωσης τους και του μαρασμού τους.
Ως υπεύθυνη πολιτική δύναμη, με μοναδικό μας κίνητρο τη βελτίωση, σύμφωνα με τα παραπάνω, του συστήματος της ελληνικής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καταθέτουμε τις θέσεις μας, τις παρατηρήσεις μας και τις προτάσεις μας και διεκδικούμε τη διαμόρφωση μίας τελικής μορφής του Νομοσχεδίου που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες τις κοινωνίας και θα δίνει απαντήσεις σε όλες τις παθογένειες που αντιμετωπίζουν τα Ιδρύματα.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Καταγγελία: παραλήρημα αντιδημοκρατικότητας

Η πολιτική που εκφράζει ο χώρος της σοσιαλδημοκρατίας και ειδικότερα της ΠΑΣΠ, οι προτάσεις και οι διεκδικήσεις, οι αξίες και οι ιδέες της ΠΑΣΠ, είναι δεδομένο πως πρέπει να έχουν μία ενιαία έκφραση στους Συλλόγους και στο Φοιτητικό Κίνημα. Ωστόσο, η διαγραφή μελών που ματώνουν στο όνομα της ΠΑΣΠ ακόμα και σήμερα, κοινωνώντας τις αξίες της και τα ιδανικά της, οδήγησαν στον κατακερματιαμό της. Επειδή, όμως, τα μέλη της ΠΑΣΠ ΕΜΠ στο Σύλλογο των Τοπογράφων δεν σταματούν, χάριν ενότητας, να χύνουν τον ιδρώτα τους για την δημοκρατική και συλλογική ολότητα της ΠΑΣΠ, απευθύναμε κάλεσμα επανασυσπείρωσης υπό κοινό ψηφοδέλτιο στις επερχόμενες Φοιτητικές Εκλογές. Η άρνηση που ακολούθησε από τους δήθεν «συντρόφους» είχε ως αποτέλεσμα την κατάθεση ξεχωριστών ψηφοδελτίων.

Το κομπρεμί των δήθεν «συντρόφων» με τη «δημοκρατική» ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, να μπλοκάρουν τη διαδικασία κατάθεσης του ψηφοδελτίου μας με ενστάσεις για το όνομα του και την καταγραφή στην ΠΑΣΠ Πανελλαδικά, σε ένα παραλήρημα αντιδημοκρατικότητας και μη θεσμικής λειτουργίας, καταδικάζεται από οποιονδήποτε διακατέχεται από τις έννοιες της συντροφικότητας και της συλλογικής συνείδησης, καθώς και από οποιονδήποτε εκφραστή της Δημοκρατίας. Την ώρα, μάλιστα, που άλλοι ΠΑΣΠιτες ματώνουν για να ανεβάσουν τη σημαία της ΠΑΣΠ ΑΕΙ και ΤΕΙ λίγο ψηλότερα, οι εν λόγω «σύντροφοι» επιλέγουν να αρκεστούν στον περιορισμό της δύναμης της Πανελλαδικά, μειώνοντας τον αριθμό των ψήφων που θα αναλογούσαν στην ΠΑΣΠ συνολικά, καθώς η δική μας δύναμη και το δικό μας εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα προσμετρηθεί.

Καταδικάζουμε και καταγγέλλουμε από την πλευρά μας την συγκεκριμένη προσπάθεια να σαμποτάρουν την πολιτική δύναμη της ΠΑΣΠ ΕΜΠ και της ΠΑΣΠ συνολικά στην επερχόμενη εκλογική διαδικασία.

Σε πείσμα όσων, όμως, τα ιδανικά και οι αξίες της ΠΑΣΠ θα εκφραστούν από ΠΑΣΠιτες που ματώνουν την σημαία της, υπό το όνομα Σοσιαλδημοκρατική Κίνηση Τοπογράφων, παρά τους δυσμενείς όρους που επέβαλλαν οι παραπάνω ανιτδημοκρατικές δυνάμεις! Κανένας δεν μπορεί να μας φιμώσει και κανείς δεν μπορεί να μας ορίσει το που θα καταγράφεται η πολιτική μας έκφραση, παρά μόνο τα ίδια μας τα μέλη, και η καταγραφή δεν είναι άλλη από αυτή της ΠΑΣΠ!


ΠΑΣΠ ΕΜΠ

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Εργατική Πρωτομαγιά: Από το 1886 του Σικάγο, στο σήμερα

Η εργατική πρωτομαγιά αποτελεί μια μέρα ορόσημο για την ιστορία του εργατικού κινήματος καθώς αποτέλεσε την απαρχή της κατοχύρωσης και του εκσυγχρονισμού του κανονιστικού πλαισίου εργασίας, που έως τότε ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.

Η περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης, μία περίοδος όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις οδήγησαν σε ραγδαίες μεταβολές στον τομέα της παραγωγής και κατά συνέπεια σε σύνθετες οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές αλλαγές, αποτελεί τη χρονική δημιουργία της εργατικής τάξης. Εργάτες και εργάτριες που παρήγαγαν βιομηχανικά προϊόντα, αλλά μεταχειρίζονταν με τον χειρότερο τρόπο, δουλεύοντας σε άθλιες συνθήκες με εξαντλητικά ωράρια, δίχως σταθερούς μισθούς και ασφάλεια στην εργασία τους. Μία τέτοια πραγματικότητα δεν μπορούσε να συνεχίζεται εσαεί… Με πρωτοστάτες τα συνδικάτα της Μεγάλης Βρετανίας καθώς επίσης και των χωρών που εκβιομηχανίστηκαν στη συνέχεια όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, το εργατικό κίνημα οργανώθηκε και ξεκίνησε τον διαρκή αγώνα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι εργοδότες προκειμένου να καταστέλλουν τις όποιες προσπάθειες των εργαζομένων για καλύτερες συνθήκες εργασίας χρησιμοποιούσαν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο όπως απολύσεις και φακελώματα εργαζομένων, ενώ παράλληλα τοποθετούσαν απεργοσπάστες και κατασκόπους στις τάξεις τους. Για τους λόγους αυτούς τα συνδικάτα των ΗΠΑ, έπειτα από προσεκτικό και μακροχρόνιο σχεδιασμό και με αφορμή του αγώνες και τις νίκες του εργατικού κινήματος στον Καναδά, οργάνωσαν μαζικές απεργίες με αφετηρία την 1η Μάη 1886 σε πολλές πόλεις, με αιχμή του δόρατος το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο, το Σικάγο, απαιτώντας ουσιαστικά την βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την καθιέρωση της 8ωρης εργασίας. Κατά τη διάρκεια των έντονων και μαζικών  αυτών κινητοποιήσεων διαδραματίστηκαν εκτεταμένα επεισόδια μεταξύ απεργών και αστυνομίας με αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμες ανθρώπινες ζωές…

Οι αγώνες της εργατικής πρωτομαγιάς έχουν μετουσιωθεί σε νομικές και συνταγματικές κατοχυρώσεις σε πλήθος χωρών που πλέον σέβεται τα δικαιώματα των εργαζομένων. Το δικαίωμα στην απεργία, οι άδειες, η ασφάλεια στην εργασία, ο σεβασμός στη μητρότητα και στην εγκυμοσύνη… Όλα αυτά συνθέτουν το νέο χάρτη του κανονιστικού πλαισίου εργασίας, που δυστυχώς, όταν και όπου η οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και παθογένειες, υπάρχουν εργοδότες που το καταπατούν στο βωμό της επιβίωσης τους.

Επειδή λοιπόν τα κεκτημένα της πρώτης του Μάη σήμερα θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό δεδομένα, θεωρούμε χρέος μας να υπενθυμίζουμε την ανάγκη για συνεχή επαγρύπνηση και αγώνα για να διασφαλίζουμε δημοκρατικά και θεσμικά την δικαιοσύνη και την αξιοκρατία στην εργασία, καθώς επίσης και τον σεβασμό στα εργασιακά δικαιώματα!

ΠΑΣΠ ΕΜΠ


Δευτέρα 3 Απριλίου 2017

Δόλος ή αφέλεια;

Τη φετινή ακαδημαϊκή χρονιά, σε κάποιες Σχολές του ΕΜΠ, γίναμε μάρτυρες της λυσσαλέας προσπάθειας ορισμένων μόνο σχημάτων της ΕΑΑΚ να πυροδοτήσουν συζητήσεις εντός των συλλόγων αναφορικά με ζητήματα βασισμένα σε ελλιπή ή και πολλές φορές μηδαμινά δεδομένα. Η απουσία οποιουδήποτε ηχηρού θέματος, που να αφορά άμεσα τους φοιτητές και που θα πυροδοτούσε αυτό καθ’εαυτό το κλίμα για Γενικές Συνελεύσεις και κινητοποιήσεις, οδήγησε σε ένα ρεσιτάλ κινδυνολογίας. Αφορμή στάθηκαν τόσο ένα σχέδιο νόμου από πλευράς Υπουργείου Μεταφορών, όσο και κάποιες ενδείξεις και συλλογισμοί – παραλογισμοί που οδηγούσαν στην μηδενιστική άποψη πως καταστρέφονται τα επαγγελματικά μας δικαιώματα και πως διαλύεται ο κλάδος των μηχανικών. Από τη μεριά μας, ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, επιλέξαμε συνειδητά να μη λάβουμε μέρος σε αυτό τον όχλο των παραφιλολογιών και από μια αντικειμενική και κριτική σκοπιά να εξετάσουμε τις όποιες αλλαγές, με την αναλυτική μελέτη του νομοσχεδίου, και όχι απλά δίνοντας έμφαση σε 5 γραμμές από ένα ολόκληρο σχέδιο νόμου 45 σελίδων απορρίπτοντας το συνολικά.
Αναλύοντας, λοιπόν, όποιες αλλαγές και κατευθύνσεις από μία κριτική οπτική γωνία...
Είναι γεγονός πως το ζήτημα των επαγγελματικών δικαιωμάτων που αποκτούν οι απόφοιτοι όλων των σχολών του Πολυτεχνείου και κάθε πολυτεχνικής σχολής ανά την Ελλάδα, αποτελεί ένα αρκετά πολύπλοκο ζήτημα. Δύο είναι οι βασικοί άξονες σύμφωνα με τους οποίους θα πρέπει να καθορίζονται εν γένει τα επαγγελματικά δικαιώματα των μηχανικών, ανάλογα με τον κλάδο τους. Καταρχάς, στα επαγγελματικά δικαιώματα θα πρέπει να αποτυπώνεται ουσιαστικά το εκάστοτε πρόγραμμα σπουδών που παρακολούθησε και ολοκλήρωσε ο κάθε απόφοιτος μηχανικός πολυτεχνείου ή πολυτεχνικής σχολής, λαμβάνοντας υπόψιν τα μαθήματα, τα εργαστήρια, την πρακτική άσκηση και οτιδήποτε άλλο περιλαμβάνεται σε αυτό. Επιπλέον, θα πρέπει να διασφαλίζεται ο ενιαίος και αδιάσπαστος χαρακτήρας του πτυχίου που αποκομίζει ένας απόφοιτος μηχανικός, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα δημιουργίας αποφοίτων πολλών ταχυτήτων με διαφορετικά επαγγελματικά δικαιώματα, αλλά και προκειμένου να εξασφαλίζονται οι συλλογικές συμβάσεις και διεκδικήσεις από τους εκάστοτε κλάδους μηχανικών, στη βάση ενός ενιαίου πτυχίου.
Ωστόσο, η πρακτική δόμηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων με βάση τη νομοθεσία, καθώς επίσης και η ισότητα των ευκαιριών σε επίπεδο αγοράς εργασίας, επιδέχεται μεγαλύτερης ανάλυσης...
Η από καιρό κατάταξη των μηχανικών και των επιχειρήσεων σε τάξεις, ώστε να διασφαλίζεται η πιστοποίηση των δημοσίων τεχνικών έργων και μελετών, και η καταγραφή τους σε μητρώα, προκειμένου να διασφαλίζεται η εγκυρότητα των πληροφοριών, οριοθετούν τα πλαίσια ανάληψης δημοσίων έργων έως σήμερα. Ωστόσο, στα ιδιωτικά έργα υπάρχει ένα καθεστώς το οποίο προβλέπει την ανάληψη τους από κάθε τυχαίο μηχανικό, ανεξαρτήτως μεγέθους του εκάστοτε έργου αλλά και εμπειρίας του μηχανικού, γεγονός που αναδεικνύει σοβαρά προβλήματα αδιαφάνειας και έλλειψης αξιοπιστίας αντίστοιχα στο σύνολο των ιδιωτικών τεχνικών έργων και μελετών.
Το πρόσφατο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Υποδομών «Διαδικασίες κεντρικού ελέγχου και διαφάνειας στο σύστημα παραγωγής δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων και υποδομών, δομές στρατηγικού σχεδιασμού δημόσιων υποδομών και λοιπές διατάξεις» επανακαθορίζει τα εν λόγω πλαίσια, προσδίδοντας ένα αίσθημα διαφάνειας, το οποίο συνάδει με διαδικασίες που θα θέλαμε να βλέπουμε στο δημόσιο τομέα, εισάγοντας εργαλεία ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και ελέγχου. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργεί για πρώτη φορά ένα ενιαίο ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής, παρακολούθησης και γενικής εποπτείας από την Πολιτεία όλων των τεχνικών έργων και μελετών, με αποτέλεσμα να μειώνονται δραστικά φαινόμενα αυθαίρετης δόμησης και φοροδιαφυγής.
Ωστόσο, μελετώντας το παρόν σχέδιο νόμου, και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 9, εντοπίζονται σημεία στις επιμέρους διατάξεις και άρθρα τα οποία γεννούν ερωτηματικά ως προς το τι ακριβώς προβλέπεται στην πρακτική εφαρμογή του, καθώς επίσης και ορισμένες παθογένειες:

·      Αναφορικά με τις κατηγορίες μελετών και έργων και τις τάξεις ανά κατηγορία, το τοπίο παραμένει θολό, καθώς δεν υπάρχει σαφές νομικό πλαίσιο, αλλά αναμένεται να οριστεί μελλοντικά. Είναι ανάγκη να κατανεμηθούν ορθολογικά τα έργα στις εκάστοτε κατηγορίες και τάξεις, καθώς επίσης και να οριστούν σαφώς τα όρια, ώστε να αποφεύγονται περαιτέρω φαινόμενα αδιαφάνειας.

·      Ένα ακόμη μελανό σημείο στο υπό εξέταση σχέδιο νόμου αποτελεί η διαχείριση του μητρώου νομικών προσώπων – εταιρείων από το Υπουργείο Υποδομών, λόγω των πελατειακών λογικών διαπλοκής που μπορούν να αναπτυχθούν. Αξίζει να σημειωθεί πως μία τέτοια επιλογή δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στις αρμοδιότητες του Υπουργείου αλλά να πραγματοποιείται μέσω μηχανισμών που έχουν δημιουργηθεί γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό.

·   Επιπέον, προβληματικό γεγονός αποτελεί η απουσία θέσπισης πλαισίων έτσι ώστε να ορίζονται δικλείδες ασφαλείας για τους ιδιώτες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις απέναντι στους μεγάλους ομίλους ανάληψης έργων. Η ανάγκη αυτή υφίσταται ακόμα μεγαλύτερη σήμερα στη χώρα μας, όπου τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα μαστίζονται περισσότερο από την οικονομική κρίση, ενώ οι κοινωνικές διαφορές συνεχώς οξύνονται. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνουμε απαραίτητη την ύπαρξη ρυθμίσεων που θα θέτουν τους κάτω περιορισμούς σε επίπεδο ανάληψης έργων έτσι ώστε να υπάρχουν ευκαιρίες προς όλους και να μη θίγονται οι μικρότερες επιχειρήσεις.

Το συγκεκριμένο Σχέδιο Νόμου, ωστόσο, απέχει αρκετά από την διαμόρφωση του σε ένα ολοκληρωμένο Νομοσχέδιο, το οποίο και θα προχωρήσει προς ψήφιση στη Βουλή. Τα ερωτήματα που γεννιούνται, λοιπόν, είναι αν αποτελεί αυτό το κυριάρχο ζήτημα που απασχολεί το σύνολο των μηχανικών και αν υφίσταται λόγος για διεκδικήσεις βραχυπρόθεσμα. Από τη μία πλευρά, η μετέωρη φάση στην οποία βρίσκεται η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Μεταφορών, και από την άλλη τα θετικά σημεία που προκύπτουν από την παραπάνω ανάλυση του Σχεδίου Νόμου δεν δικαιολογούν στην παρούσα χρονική συγκυρία οποιαδήποτε κινηματική διεκδίκηση. Ωστόσο, είναι ανάγκη να επισημανθούν τα μελανά σημεία και να προταθούν οι αντίστοιχες κατευθύνσεις στα αντίστοιχα θεσμικά όργανα, παρά την παρέλευση του χρόνου διαβούλευσης, ώστε να αντιμετωπισθούν οι παθογένειες του σχεδίου νόμου, καθώς επίσης και να αντιμετωπιστούν τα δομικά προβήματα στο αχανές σύστημα ανάθεσης δημοσίων και ιδιωτικών έργων, που το εν λόγω νομοθέτημα δεν επιλύει συνολικά.
Παράλληλα, το εν λόγω Σχέδιο Νόμου μπορεί να αντιμετωπίζει ορισμένα θέματα αδιαφάνειας, δεν αντιμετωπίζει, όμως, το βασικότερο όλων των προβλημάτων: τα τεράστια ποσοστά ανεργίας στους μηχανικούς, τα ολιγάριθμα έργα και η έλλειψη επενδύσεων. Αντίθετα, αποπροσανατολίζει την κοινή γνώμη από το σπουδαιότερο των προβλημάτων, ως μία κοινή, πλέον, τακτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Στα πλαίσια αυτά, θεωρούμε πως είναι αδήριτη η ανάγκη για μία επενδυτική δραστηριότητα, η οποία θα δώσει το έναυσμα προκειμένου η χώρα μας να ξεφύγει από το παραγωγικό και οικονομικό αδιέξοδο που έχει παγιδευτεί. Προϋπόθεση, όμως, της αύξησης της επενδυτικής δραστηριότητας είναι η δόμηση ισχυρών κρατικών δομών βασισμένες στον θεσμό της αξιολόγησης, με σαφώς μειωμένη γραφειοκρατία και ένα σταθερό φορολογικό και φοροελεγκτικό μηχανισμό που θα διαμορφώσει ένα υγιές επενδυτικό περιβάλλον.
Εν κατακλείδει, λοιπόν, από μία απλή ανάλυση των δεδομένων μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον κινδυνολογία και την παραφιλολογία των συναδέλφων από τα σχήματα της ΕΑΑΚ, οι οποίοι επιχειρούν να μεταφράζουν με ένα δικό τους λεξιλόγιο το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, διογκώνοντας την παραμικρή ενδεχόμενη παθογένεια. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως συγκεκριμένα μόνο σχήματα της ΕΑΑΚ επιλέγουν να εστιάσουν στο παρόν ζήτημα, και συνεπώς εκλείπει η φαινόμενη κοινή αποδοχή της παραπάνω κινδυνολογίας. Παράλληλα, ως πάγια τακτική που απορρέει από την ευθυνοφοβία που διακατέχει τους συναδέλφους τως ΕΑΑΚ, δεν υπάρχει ουδεμία πρόταση στην κατεύθυνση της βελτίωσης του υπάρχοντος συστήματος ανάθεσης δημοσίων και ιδιωτικών έργων, παρά μόνο επαναστατικές φωνές που επιλέγουν να παρακάμψουν το πραγματικό πρόβλημα της έλλειψης έργων και επενδύσεων.
Πρόκειται, όμως, για αφέλεια ή για δόλο;
Από την πλευρά μας, ως ΠΑΣΠ ΕΜΠ, οφείλουμε να επισημάνουμε και να ανάγουμε σε κυρίαρχα ζητήματα τόσο την ανάγκη για άμεση αύξηση των επενδύσεων και των έργων στο σύνολο της επικράτειας, όσο και την ανάγκη για ρεαλιστικές λύσεις και προτάσεις από το σύνολο των πολιτικών ομάδων που θέλουν να έχουν λόγο και ρόλο σε μία νέα παραγωγική Ελλάδα.

ΠΑΣΠ ΕΜΠ